κτιτης

κτιτης
    κτίτης
    -ου (ῐ) ὅ поселенец, житель
    

(Ἄργους Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κτιτης" в других словарях:

  • κτίτης — κτίτης, ὁ (Α) [κτίζω] 1. ιδρυτής, θεμελιωτής 2. κάτοικος …   Dictionary of Greek

  • κτίται — κτίτης inhabitant masc nom/voc pl κτίτᾱͅ , κτίτης inhabitant masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίτας — κτίτᾱς , κτίτης inhabitant masc acc pl κτίτᾱς , κτίτης inhabitant masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κτίτερ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) κτίστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτίτης, με διαλεκτικό ρωτακισμό (πρβλ. κέστερ)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»